κομπλιμεντάρω

κομπλιμεντάρω
κάνω κομπλιμέντα, κάνω φιλοφρονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentare < complimento].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομπλιμεντάρω — κομπλιμεντάρω, κομπλιμεντάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κομπλιμεντάρω — (λ. ιταλ.), κάνω κομπλιμέντα, χαϊδεύω, κολακεύω: Όλοι τον αγαπούν, γιατί τους κομπλιμεντάρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομπλιμεντάρισμα — το [κομπλιμεντάρω] φιλοφρόνηση, φιλοφρονητική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • κοπλιμεντάρω — βλ. κομπλιμεντάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”